- δίστομος
- η , ο [ος , ον ]1) имеющий два отверстия; 2) обоюдоострый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
δίστομος — double mouthed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίστομος — η, ο (AM δίστομος, ον) (για μαχαίρια και άλλα αιχμηρά όργανα) αυτός που έχει δύο κόψεις, δίκοπος αρχ. (για σπήλαια, ποταμούς κ.λπ.) εκείνος που έχει δύο στόμια νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ. ο δίστομος σύνθετο ρόδινο ασκίδιο που ζει προσκολλημένο σε… … Dictionary of Greek
δίστομος — η, ο 1. αυτός που έχει δύο στόμια, δύο εξόδους ή εισόδους. 2. αυτός που έχει δύο κόψεις, αμφίστομος, δίκοπος: Τον μαχαίρωσε πισώπλατα με δίστομο μαχαίρι. 3. το ουδ. ως ουσ., δίστομο παράσιτο που προκαλεί τη διστομίαση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διστόμως — δίστομος double mouthed adverbial δίστομος double mouthed masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίστομον — δίστομος double mouthed masc/fem acc sg δίστομος double mouthed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διστόμοις — δίστομος double mouthed masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διστόμου — δίστομος double mouthed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διστόμους — δίστομος double mouthed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διστόμῳ — δίστομος double mouthed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίστομα — δίστομος double mouthed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίστομοι — δίστομος double mouthed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)